σύμφωνος

σύμφωνος
η , ο [ος , ον ]
1) согласный (на что-л.);

είμαι σύμφωνος — я согласен:

μένω σύμφωνος — давать согласие, соглашаться (что-л, сделать);

2) согласный (с кем-л.); единодушный;

είμαι σύμφωνος με κάποιον (κάτι) — быть согласным с кем-л. (с чём-л.);

3) соответствующий, соответственный, согласующийся;

οι πράξεις του είναι σύμφωνες προς τούς λόγους του — его слова не расходятся с делами;

§ εκ συμφώνου а) с согласия, по согласию; б) согласованно;
επραξαν τούτο εκ συμφώνου προς τον αρχηγόν των они сделали это с согласия своего начальника

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σύμφωνος" в других словарях:

  • σύμφωνος — agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει τις ίδιες απόψεις, την ίδια γνώμη με κάποιον: Η απόφασή σου με βρίσκει σύμφωνο. 2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι: Δεν είναι σύμφωνες με το χαρακτήρα του αυτές οι πράξεις. – Ενεργεί σύμφωνα με τις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνότερον — σύμφωνος agreeing in sound adverbial comp σύμφωνος agreeing in sound masc acc comp sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμφωνος — σύμφωνος , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτέρων — σύμφωνος agreeing in sound fem gen comp pl σύμφωνος agreeing in sound masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατα — σύμφωνος agreeing in sound adverbial superl σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνότατον — σύμφωνος agreeing in sound masc acc superl sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφώνως — σύμφωνος agreeing in sound adverbial σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνον — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνοτάτη — σύμφωνος agreeing in sound fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»